Inicio

1ª ἑνικόν 3ª ἑνικόν / sg.
φιλῶ φιλεῖ αἴρω αἴρει
1. Ὁ αὐτουργός τὸν βίον φιλ
.
2. Ὁ ἄνθρωπος τὸν οἶκον φιλ
.
3. Ὁ αὐτουργός τὸν ἀγρὸν σκάπτ
.
4. Ὁ ἄνθρωπος τὸν λίθον αἴρ
.
5. Ὁ ἄνθρωπος γεωργ
τὸν κλῆρον.
6. Ὁ κλῆρος οὐ πολὺν σῖτον παρέχ
.
7. Ὁ αὐτουργός φιλ
τὸν οἶκον.
8. Πολὺν χρόνον πον
ὁ ἀυτουργός.
9. Ὁ ἥλιος κατατρίβ
αὐτόν.

Tὸ ἄρθρον / El artículo ἀρσενικόν / masculino
Εὐθῖα / Nominativo ὁ
Aἰτιατική / Αcusativo τόν
Γενική / Genitivo τοῦ
Δοτική / Dativo τῷ
1.
σῖτος ἐν
ἀγρῷ ἐστίν.
2.
αὐτουργὸς ἐν
ἀγρῷ πονεῖ.
3. Οἰκεῖ δὲ
Δικαιόπολις οὐκ ἐν
Ἀθήναις ἀλλὰ ἐν
ἀγροῖς.
4. Γεωργεῖ οὖν
κλῆρον καὶ πονεῖ ἐν
ἀγρῷ.
5. Ἰσχυρός ἐστιν
ἄνθρωπος καὶ ἄοκνος.
6. Πολλάκις οὖν χαίρει
ἄνθρωπος.
7.
ἄνθρωπος ἐλεύθερός ἐστι καὶ αὐτουργός.
8.
Δικαιόπολις
οἶκον φιλεῖ.
9. Καλὸς γάρ ἐστιν
κλῆρος.
10.
κλῆρος σῖτον παρέχει οὐ πολὺν ἀλλὰ ἱκανόν.
11. Φλέγει
ἥλιος καὶ κατατρίβει
ἄνθρωπον.
12. Ὁ Δικαιόπολις
ἀγρὸν σκάπτει.
13. Πολὺν χρόνον πονεῖ ἐν
ἀγρῷ.
14. Ἰσχυρός ἐστιν
ἄνθρωπος, ἀλλὰ μάλα κάμνει.
15. Τοὺς γὰρ λίθους ἐκ
ἀγροῦ φέρει.
16.
μέγαν λίθον φέρει πρὸς τὸ ἕρμα.

βαδίζει δενδρῷ δι᾿ ὀλίγου καταδύνει οὐκέτι ἡσυχάζει
1. Καθίζει οὖν ὁ αὐτουργὸς ὑπὸ τῷ
. (el árbol)
2. Ὁ Δικαιόπολις πρὸς τὸν οἶκον
. (camina)
3. Ὁ Δικαιόπολις οὐ πολὺν χρόνον
. (descansa)
4. Τέλος δὲ
ὁ ἥλιος. (se pone)
5.
γὰρ ἐπαίρει ἑαυτὸν καὶ πονεῖ. (al poco tiempo)
6. Ὁ οὖν ἄνθρωπος
πονεῖ. (ya no)
Obra colocada bajo licencia Creative Commons Attribution Non-commercial 3.0 License